διώμα

διώμα
το
ωραία εξωτερική όψη και εμφάνιση, ομορφιά: Είναι γυναίκα με ιδιαίτερο διώμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διώμα — το (Μ διῶμα) 1. αρχοντική εμφάνιση, καμάρι 2. παράστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ιδίωμα, με σίγηση του αρχικού ι ] …   Dictionary of Greek

  • διωματεύομαι — [διώμα] (για γυναίκα) καμαρώνω, κάνω νάζια …   Dictionary of Greek

  • διωματάρης — ρα και ρούσα [διώμα] 1. αυτός που έχει διώμα, ωραίο παράστημα 2. (για γυναίκα) φιλάρεσκη, ναζιάρα …   Dictionary of Greek

  • ερωτοδιωματάρης — άρα και άρισσα, άρικο ωραίος, θελκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + διωματάρης (< διώμα) «κομμός, χαριτωμένος»] …   Dictionary of Greek

  • ευμορφοδιωματούσα — εὐμορφοδιωματοῡσα και ὀμορφοδιωματοῡσα, ἡ (Μ) αυτή που έχει ωραίο παράστημα, η λυγερόκορμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύμορφος + διωματούσα (< διώμα «καλή εξωτερική εμφάνιση, ομορφιά») + κατάλ. ούσα] …   Dictionary of Greek

  • μυριοχαίρομαι — χαίρομαι, καμαρώνω κάποιον πάρα πολύ («πάσι με ζάλα μετρητά, με διώμα επορπατούσαν κι όλοι τούς μυριοχαίρονταν εκεί που τούς θωρούσαν», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + χαίρομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”